-
1 πλάκα
η1) (каменная) плита; доска;αναμνηστική πλάκα — мемориальная доска;
η πλάκα τού τάφου — могильная плита;
τυπογραφική πλάκα — наборная доска;
2) плитка (в разн. знач); брикет;μιά πλάκα σαπούνι — брусок, кусок мыла;
μιά πλάκα σοκολάτα(ς) — плитка шоколада;
3) грифельная доска;4) пластина; пластинка (в разн. знач); планка;μετάλλινη πλάκα — металлическая пластинка, бляха;
λεία πλάκα — металлическая планка;
φωτογραφική πλάκα — фотопластинка;
πλάκα γραμμοφώνου — грампластинка;
πλάκα του ρολογιού — циферблат;
5) перен. развлечение;§ έχει πλάκα — он забавный
-
2 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
3 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
4 κενοω
ион. κεινόω1) делать пустым, опорожнять(τὸ ἀγγεῖον Arst.)
τὸ κενούμενον Thuc. — выкапываемая яма2) опустошать(πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.)
λοιμός, ὑφ΄ οὖ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. — чума, которой опустошается град Кадмов3) отнимать, лишать(τέν πόλιν ἀνδρῶν Aesch.; χέρας δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT.)
κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. — когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны4) оставлять, покидать(βωμόν, λόχμην Eur.)
5) удалять, извлекать(αἷμα Luc.)
6) (из)расходовать(πᾶν βέλος εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT.)
7) сводить к нулю, подавлять(τι NT.)
; pass. становиться тщетным
См. также в других словарях:
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλάκα — η 1. πινακίδα μικρών μαθητών από σχιστόλιθο, το αβάκιο. 2. φύλλο σχιστόλιθου για κάλυψη στεγών. 3. ταφόπλακα. 4. δίσκος γραμμοφώνου. 5. το αρνητικό της φωτογραφίας. 6. καθετί που έχει σχήμα πλάκας: Μια πλάκα σαπούνι. 7. πειραχτικό αστείο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πλάκα Δήλεσι — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σχηματαρίου … Dictionary of Greek
Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα — (Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης 1939 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ενώ… … Dictionary of Greek
Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… … Dictionary of Greek
μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek